εξόφθαλμος

εξόφθαλμος
και εξώφθαλμος, -ο (AM ἐξόφθαλμος, -ον)
1. αυτός τού οποίου οι οφθαλμοί προεξέχουν από τις κόγχες
2. ολοφάνερος, οφθαλμοφανής
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί εξοφθαλμία («εξόφθαλμος βρογχοκήλη»)
αρχ.
αυτός που βλέπει κάτι με απληστία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξόφθαλμος — with prominent eyes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξόφθαλμος — η, ο επίρρ. α 1. που τα μάτια του εξέχουν από τις κοιλότητές τους, που πάσχει από εξοφθαλμία (βλ. λ.), ο γουρλομάτης. 2. (ιατρ.), που έχει ως σύμπτωμα την εξοφθαλμία (βλ. λ.): Εξόφθαλμη βρογχοκήλη. 3. μτφ., ολοφάνερος, καταφανής: Εξόφθαλμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξοφθάλμως — ἐξόφθαλμος with prominent eyes adverbial ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόφθαλμον — ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem acc sg ἐξόφθαλμος with prominent eyes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοφθάλμου — ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόφθαλμα — ἐξόφθαλμος with prominent eyes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξόφθαλμοι — ἐξόφθαλμος with prominent eyes masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μπάζεντοφ-Φλαϊάνι, νόσος των- — Νόσος του θυρεοειδούς αδένα, που πήρε το όνομά της από τους επιστήμονες που πρώτοι την περιέγραψαν. Ο Ιταλός Φλαϊάνι ανακοίνωσε το 1802 την πρώτη κλινική περίπτωση· ο Γερμανός Καρλ φον Μπάζεντοφ το 1840 συμπλήρωσε την περιγραφή του συνδρόμου στο… …   Dictionary of Greek

  • εξώφθαλμος — η, ο βλ. εξόφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • κατάφωρος — η, ο (Α κατάφωρος, ον) 1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία» 2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ αυτοφώρω» να κάνει κάτι αρχ. κατάφορος*. επίρρ... κατάφωρα και καταφώρως ολοφάνερα, καταφανώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”